Tilheyrandi á grísku
Þýðing: tilheyrandi, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται
Önnur tungumál
Skyld orð: tilheyrandi
tilheyrandi tungumála orðabók gríska, tilheyrandi á grísku
Þýðingar
- tilgangur á grísku - σκοπός, σκοπό, Αντικείμενο, σκοπό αυτό, Στόχος
- tilgreina á grísku - καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
- tilhlökkun á grísku - αναμονή, προσδοκία, πρόβλεψη, Η πρόβλεψη, Αναδρομικός, Αναδρομικός υπολογισμός
- tillit á grísku - θεωρώ, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Orð af handahófi
Tilheyrandi á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται
Þýðingar: σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται