Tillit á grísku
Þýðing: tillit, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
θεωρώ, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: tillit
tillit s teddlie, tillit suspension, tilit chef, tillett wright, tillit inc, tillit tungumála orðabók gríska, tillit á grísku
Þýðingar
- tilheyrandi á grísku - σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται
- tilhlökkun á grísku - αναμονή, προσδοκία, πρόβλεψη, Η πρόβλεψη, Αναδρομικός, Αναδρομικός υπολογισμός
- tilraun á grísku - προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμάζω, προσπαθώ, εκδικάζω, πείραμα, πειράματος, ...
- tilviljun á grísku - συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, ...
Orð af handahófi
Tillit á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: θεωρώ, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Þýðingar: θεωρώ, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω