Trú á grísku
Þýðing: trú, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πεποίθηση, θρησκεία, πίστη, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία
Önnur tungumál
Skyld orð: trú
trú mưa hkt, trú mưa, trú quán là gì, trú á íslandi, trú trọng hay chú trọng, trú tungumála orðabók gríska, trú á grísku
Þýðingar
- tryllingur á grísku - φρενίτιδα, παραφροσύνη, παραλήρημα, ταραχή, χαώδης, χαοτική, χαοτικό, ...
- tré á grísku - δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
- trúa á grísku - πιστεύω, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
- tungl á grísku - φωτερό, φεγγάρι, Σελήνη, Moon, σελήνης, φεγγαριού
Orð af handahófi
Trú á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πεποίθηση, θρησκεία, πίστη, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία
Þýðingar: πεποίθηση, θρησκεία, πίστη, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, η θρησκεία