Vörn á grísku
Þýðing: vörn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συνηγορία, άμυνα, προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασίας των
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: vörn
vörn tactical, vörn barkholt, vörn ehf, vörn barkholt flohmarkt, vörn fyrir börn, vörn tungumála orðabók gríska, vörn á grísku
Þýðingar
- víðátta á grísku - πλάτος, εύρος, το εύρος, πλάτους, εύρους
- völlur á grísku - χωράφι, τομέας, πεδίο, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, ...
- vöxtur á grísku - ανάπτυξη, όγκος, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
- yfir á grísku - απέναντι, τελείωσε, πάνω, άνω, ο, η, το, ...
Orð af handahófi
Vörn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συνηγορία, άμυνα, προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασίας των
Þýðingar: συνηγορία, άμυνα, προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασίας των