Vinna á grísku
Þýðing: vinna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εργασία, εργάζομαι, δουλειά, κερδίζω, δουλεύω, νικώ, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: vinna
vinna fyrir 13 ára, vinna í boði, vinna heima, vinna erlendis, vinna í danmörku, vinna tungumála orðabók gríska, vinna á grísku
Þýðingar
- vindur á grísku - κουρδίζω, άνεμος, αιολική, άνεμο, αιολικής, του ανέμου
- vingjarnlegur á grísku - φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
- vinnumaður á grísku - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
- vinnustofa á grísku - συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
Orð af handahófi
Vinna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εργασία, εργάζομαι, δουλειά, κερδίζω, δουλεύω, νικώ, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Þýðingar: εργασία, εργάζομαι, δουλειά, κερδίζω, δουλεύω, νικώ, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται