Accrescere in greco
Traduzione: accrescere, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
βελτιώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, ενισχύω, σηκώνω, υψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: accrescere
accrescere antonimi, accrescere autostima, accrescere coniugazione, accrescere cruciverba, accrescere definizione, accrescere dizionario di lingua greco, accrescere in greco
Traduzioni
- accostare in greco - πλησιάζω, προσέγγιση, προσεγγίζω, μέθοδος, σταματώ αυτοκίνητο στην άκρη, τραβήξει πάνω, σταματήσεις, ...
- accreditare in greco - εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, πίστωση, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, ...
- accumulare in greco - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- accumulatore in greco - συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Parole a caso
Accrescere in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: βελτιώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, ενισχύω, σηκώνω, υψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Traduzioni: βελτιώνω, εντείνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αυξάνω, ενισχύω, σηκώνω, υψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει