Dosso in greco
Traduzione: dosso, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: dosso
a dosso, a dosso addosso, addosso, da dosso, dal dosso, dosso dizionario di lingua greco, dosso in greco
Traduzioni
- dosaggio in greco - αναλογία, δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- dose in greco - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- dotare in greco - προικίσει, προικίσουν, προσδίδουν, αποκτήσει, τροφοδότηση
- dote in greco - προικοδότηση, χάρισμα, προίκα, προίκας, την προίκα, προικιά, τα προικιά
Parole a caso
Dosso in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
Traduzioni: ενισχύω, υποστηρίζω, πλάτη, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back