Doveroso in greco
Traduzione: doveroso, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
δικαίωμα, σωστός, δεξιός, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: doveroso
doveroso antonimi, doveroso coniugazione, doveroso cruciverba, doveroso definizione, doveroso dizionario, doveroso dizionario di lingua greco, doveroso in greco
Traduzioni
- dove in greco - όπου, που, όταν, εφόσον, περίπτωση
- dovere in greco - χρωστώ, χρειάζομαι, μούστος, καθήκον, οφείλω, υποχρέωση, ανάγκη, ...
- dovizia in greco - πολλοί, πολλά, πλούτος, συρροή, άφθονος, αφθονία, πλούτου, ...
- dovunque in greco - παντού, κόσμο, οπουδήποτε, όλων των περιοχών, παντού στην
Parole a caso
Doveroso in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: δικαίωμα, σωστός, δεξιός, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Traduzioni: δικαίωμα, σωστός, δεξιός, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται