Gonfio in greco
Traduzione: gonfio, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Altre lingue
Parole correlate: gonfio
addome, addome gonfio, braccio gonfio, brufolo gonfio, dito gonfio, gonfio dizionario di lingua greco, gonfio in greco
Traduzioni
- gomma in greco - λαστιχένιος, μαστίχα, γόμα, καουτσούκ, λάστιχο, ελαστικό, από καουτσούκ, ...
- gonfiare in greco - πρήζω, φουσκώνω, εξογκώνω, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, ...
- gonfiore in greco - φλεγμονή, πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
- gongolare in greco - χαιρεκακία, πανηγυρίσει τη νίκη, gloat, ατενίζω, θριαμβολογώ
Parole a caso
Gonfio in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι
Traduzioni: πρησμένος, πρησμένο, πρησμένα, διογκωμένων, πρησμένοι