Imperioso in greco
Traduzione: imperioso, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
επιτακτικός, αλαζονικός, αυταρχικός, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: imperioso
imperioso antonimi, imperioso caballo, imperioso caballo jesus gil, imperioso coniugazione, imperioso cruciverba, imperioso dizionario di lingua greco, imperioso in greco
Traduzioni
- imperfezione in greco - αποστατώ, ελάττωμα, ατέλεια, ατέλειας, ατέλειες, την ατέλεια, ατελειών
- imperiale in greco - αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
- impermeabile in greco - αδιάβροχος, αδιάβροχο, αδιάβροχη, αδιάβροχα, αδιάβροχες
- impersonale in greco - απρόσωπος, απρόσωπη, απρόσωπο, απρόσωπες, απρόσωπα
Parole a caso
Imperioso in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: επιτακτικός, αλαζονικός, αυταρχικός, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Traduzioni: επιτακτικός, αλαζονικός, αυταρχικός, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο