Impotente in greco
Traduzione: impotente, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: impotente
impotente a 20 anni, impotente aforismi, impotente antonimi, impotente coniugazione, impotente cruciverba, impotente dizionario di lingua greco, impotente in greco
Traduzioni
- impostore in greco - δόλος, απάτη, αγύρτης, απατεώνα, απατεώνας, impostor, σωσία
- impostura in greco - κείμαι, ψεύδομαι, απάτη, εξαπάτηση, λαθροχειρίας, απατεώνας, απάτη του
- impotenza in greco - ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, της ανικανότητας
- impoverimento in greco - εξαθλίωση, φτώχεια, υποβάθμιση, πτώχευση, εξαθλίωσης
Parole a caso
Impotente in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
Traduzioni: ανίκανος, ανήμπορος, ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι