In in greco
Traduzione: in, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
προς, μετά, έπειτα, σε, στο, στην, στη, στον
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: in
case in vendita, check in, diretta, facebook, gmail, in dizionario di lingua greco, in in greco
Traduzioni
- imputare in greco - φροντίδα, κατηγορία, κατηγορώ, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, ...
- imputazione in greco - φροντίδα, κατηγορία, απόδοση, καταλογισμού του φόρου, τεκμαρτής εκτίμησης, τεκμαρτή εκτίμηση, τον καταλογισμό
- inaccessibile in greco - απρόσιτος, απρόσιτες, απρόσιτη, απρόσιτα, δυσπρόσιτες
- inadatto in greco - ακατάλληλος, ακατάλληλα, ακατάλληλο, ακατάλληλες, ακατάλληλη
Parole a caso
In in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: προς, μετά, έπειτα, σε, στο, στην, στη, στον
Traduzioni: προς, μετά, έπειτα, σε, στο, στην, στη, στον