Incessante in greco
Traduzione: incessante, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: incessante
incessante analisi grammaticale, incessante antonimi, incessante coniugazione, incessante cruciverba, incessante definizione, incessante dizionario di lingua greco, incessante in greco
Traduzioni
- incerto in greco - αμυδρός, αμφίβολος, ακαθόριστος, επισφαλής, ασαφής, αβέβαιος, αβέβαιο, ...
- incespicare in greco - παραπατώ, σκουντουφλώ, τρικλίζω, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, ...
- incesto in greco - αιμομιξία, αιμομιξίας, την αιμομιξία, η αιμομιξία, της αιμομιξίας
- incestuoso in greco - αιμομικτικός, αιμομικτικοί, αιμομικτική, αιμομικτικής, οι περιπτώσεις αιμομιξίας
Parole a caso
Incessante in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
Traduzioni: ενδελεχής, συνεχής, παντοτινός, ασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη