Indiscutibile in greco
Traduzione: indiscutibile, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αναμφισβήτητη
Altre lingue
Parole correlate: indiscutibile
categorica indiscutibile, discutibile dizionario, indiscutibile antonimi, indiscutibile coniugazione, indiscutibile cruciverba, indiscutibile dizionario di lingua greco, indiscutibile in greco
Traduzioni
- indiscreto in greco - ακριτόμυθος, αδιάκριτος, αδιάκριτα, αδιάκριτο, αδιάκριτες, αδιάκριτη
- indiscrezione in greco - απερισκεψία, αθυροστομία, ασυνεσία, αδιακρισία, ακριτομυθίας
- indispensabile in greco - αναγκαίος, ουσιώδης, απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα
- indistinto in greco - κρύβω, σκοτεινός, δυσνόητος, ακαθόριστος, αμυδρός, ασαφής, αδιάκριτος, ...
Parole a caso
Indiscutibile in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αναμφισβήτητη
Traduzioni: αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αναμφισβήτητη