Indispensabile in greco
Traduzione: indispensabile, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
αναγκαίος, ουσιώδης, απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: indispensabile
indispensabile antonimi, indispensabile coniugazione, indispensabile cruciverba, indispensabile definizione, indispensabile folk, indispensabile dizionario di lingua greco, indispensabile in greco
Traduzioni
- indiscrezione in greco - απερισκεψία, αθυροστομία, ασυνεσία, αδιακρισία, ακριτομυθίας
- indiscutibile in greco - αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αναμφισβήτητη
- indistinto in greco - κρύβω, σκοτεινός, δυσνόητος, ακαθόριστος, αμυδρός, ασαφής, αδιάκριτος, ...
- individuale in greco - μονός, ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, άτομο, ατομικός, επιμέρους, ...
Parole a caso
Indispensabile in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: αναγκαίος, ουσιώδης, απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα
Traduzioni: αναγκαίος, ουσιώδης, απαραίτητος, απαραίτητη, απαραίτητο, απαραίτητες, απαραίτητα