Ingranaggio in greco
Traduzione: ingranaggio, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
ταχύτητα, προσαρμόζω, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: ingranaggio
golem, golem ingranaggio antico, ingranaggi, ingranaggi vector, ingranaggi vettoriale, ingranaggio dizionario di lingua greco, ingranaggio in greco
Traduzioni
- ingombrante in greco - δυσκίνητος, δυσκίνητη, δυσκίνητες, επαχθείς, επαχθής
- ingombrare in greco - στηρίγματα, φραγμός, αταξία, σύγχυση, ακαταστασία, σωρό, την ακαταστασία
- ingranare in greco - ασκούν, εμπλέκονται, εμπλακούν, συμμετέχουν, συμμετάσχουν
- ingrandimento in greco - διαστολή, μεγέθυνση, εξάπλωση, απολαβή, ενίσχυση, μεγέθυνσης, μεγεθύνσεως, ...
Parole a caso
Ingranaggio in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: ταχύτητα, προσαρμόζω, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης
Traduzioni: ταχύτητα, προσαρμόζω, γρανάζι, εργαλείων, εργαλεία, ταχυτήτων, μετάδοσης