Lavoro in greco
Traduzione: lavoro, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
υπόθεση, δουλεύω, κόπος, μόχθος, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, εργασία, κοπιάζω, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: lavoro
annunci lavoro, cerco lavoro, kijiji, kijiji lavoro, lavoro 24, lavoro dizionario di lingua greco, lavoro in greco
Traduzioni
- lavoratore in greco - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
- lavorazione in greco - επεξεργασία, μεταποίηση, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
- lazzo in greco - σκέρτσο, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
- leader in greco - ηγεμόνας, αρχηγός, ηγέτης, ηγήτορας, ηγέτη, επικεφαλής
Parole a caso
Lavoro in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: υπόθεση, δουλεύω, κόπος, μόχθος, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, εργασία, κοπιάζω, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες
Traduzioni: υπόθεση, δουλεύω, κόπος, μόχθος, επάγγελμα, κατοχή, δουλειές, επιχείρηση, εργάζομαι, κατάληψη, εργασία, κοπιάζω, δουλειά, έργο, εργασίας, εργασίες