Lievitazione in greco
Traduzione: lievitazione, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
αύξηση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό
Altre lingue
Parole correlate: lievitazione
impasto pizza, la lievitazione, levitazione magnetica, lievitazione antonimi, lievitazione coniugazione, lievitazione dizionario di lingua greco, lievitazione in greco
Traduzioni
- lieto in greco - εύθυμος, κεφάτος, χαρούμενος, ηλιόλουστος, ομοφυλόφιλος, φαιδρός, ευτυχισμένος, ...
- lieve in greco - αραιώνω, απαλός, ανάβω, φωτίζω, θίγω, ελαφρύς, φωτερός, ...
- lievito in greco - ζύμη, μαγιά, ζύμης, ζυμομύκητα, ζυμομυκήτων
- ligneo in greco - ξυλώδης, ξύλινος, ξύλινα, ξύλινο, ξύλινη, ξύλινες
Parole a caso
Lievitazione in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: αύξηση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό
Traduzioni: αύξηση, ανατέλλω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό