Occupazione in greco
Traduzione: occupazione, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
υπόθεση, δουλειές, επιχείρηση, δουλειά, επάγγελμα, εργάζομαι, δουλεύω, κατοχή, κατάληψη, εργασία, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: occupazione
indennità, indennità di occupazione, indennità occupazione, occupazione 2012, occupazione abusiva, occupazione dizionario di lingua greco, occupazione in greco
Traduzioni
- occultare in greco - κρύβομαι, κρύβω, απόκρυψη, αποκρύψει, αποκρύψουν, κρύβουν, κρύψει
- occupare in greco - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, ανάληψη, αναλάβουν, αναλάβει, διαρκέσει έως
- oceanico in greco - ωκεάνιος, ωκεάνιο, ωκεάνια, ωκεάνιες, ωκεάνιου
- oceano in greco - ωκεανός, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού, των ωκεανών
Parole a caso
Occupazione in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: υπόθεση, δουλειές, επιχείρηση, δουλειά, επάγγελμα, εργάζομαι, δουλεύω, κατοχή, κατάληψη, εργασία, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Traduzioni: υπόθεση, δουλειές, επιχείρηση, δουλειά, επάγγελμα, εργάζομαι, δουλεύω, κατοχή, κατάληψη, εργασία, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία