Precetto in greco
Traduzione: precetto, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
ρύθμιση, αρχή, κανονισμός, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, εντολή
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: precetto
atto di precetto, atto precetto, calcolo interessi, calcolo precetto, decreto ingiuntivo, precetto dizionario di lingua greco, precetto in greco
Traduzioni
- precedenza in greco - προτεραιότητα, προβάδισμα, το προβάδισμα, υπερισχύει, υπεροχής
- precedere in greco - προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί
- precipitazione in greco - βροχόπτωση, κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
- precipitoso in greco - επισπεύδω, βιαστικός, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Parole a caso
Precetto in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: ρύθμιση, αρχή, κανονισμός, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, εντολή
Traduzioni: ρύθμιση, αρχή, κανονισμός, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, εντολή