Riprovevole in greco
Traduzione: riprovevole, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
καταδικαστέος, μεμπτός, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: riprovevole
riprovevole antonimi, riprovevole coniugazione, riprovevole contrario, riprovevole costanza, riprovevole cruciverba, riprovevole dizionario di lingua greco, riprovevole in greco
Traduzioni
- riprodurre in greco - αναπαράγομαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, αναπαράγονται
- riproduzione in greco - αντίτυπο, αντίγραφο, αντιγράφω, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, η αναπαραγωγή, ...
- ripugnante in greco - ανέντιμος, βδελυρός, απεχθής, επαναστατικός, αποτροπιαστικός, βρόμικος, αντιπαθητικός, ...
- ripugnanza in greco - αηδία, φρίκη, αποστροφή, αποτροπιασμό, τον αποτροπιασμό, κλίμα απέχθειας, απέχθειας
Parole a caso
Riprovevole in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: καταδικαστέος, μεμπτός, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο
Traduzioni: καταδικαστέος, μεμπτός, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο