Suscettibile in greco
Traduzione: suscettibile, Dizionario: italiano » greco
Lingua di partenza:
italiano
Lingua di destinazione:
greco
Traduzioni:
επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Parole correlate
Altre lingue
Parole correlate: suscettibile
significato suscettibile, sinonimo suscettibile, suscettibile antonimi, suscettibile coniugazione, suscettibile cruciverba, suscettibile dizionario di lingua greco, suscettibile in greco
Traduzioni
- surrogare in greco - αντικαθιστώ, αντικαθιστώ πιστώτην, υποκαθίσταται, υποκαθιστά, υποκαθιστάτε, υποκαθιστάτε το
- surrogato in greco - αναπληρώνω, αναπληρωματικός, υποκαθιστώ, αναπληρωτής, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατου, ...
- suscettibilità in greco - ευαισθησία, ευαισθησίας, επιδεκτικότητα, ευπάθεια, επιδεκτικότητας
- suscitare in greco - εμπνέω, προκαλώ, διεγείρουν, αφυπνίσει, ξυπνήσει, ενδυναμώσουμε, να διεγείρουν
Parole a caso
Suscettibile in greco - Dizionario: italiano » greco
Traduzioni: επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή
Traduzioni: επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ευαίσθητα, ευπαθή