Įžūlus graikiškai
Vertimas: įžūlus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
συνετός, ζωντανός, ιταμός, ξετσίπωτος, ασύστολος, σοφός, νωπός, δροσερός, φρέσκος, φρόνιμος, τυχοδιώκτης, πιεστικοί, pushy, τυχοδιώκτες, πιεστική
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: įžūlus
įžūlus dviratininkas automagistralėje paspruko nuo čekijos policijos, įžūlus reiksme, įžūlus angliskai, įžūlus žodynas, įžūlus elgesys, įžūlus kalbų žodynas graikų, įžūlus graikiškai
Vertimai
- įžeisti graikiškai - λαβώνω, τραυματισμός, τραύμα, τραυματίζω, προσβάλλω, προσβάλλουν, προσβάλλει, ...
- įžvalgus graikiškai - πανέξυπνος, τετραπέρατος, ευφυής, κοφτερός, έξυπνος, καπάτσος, αιφνίδιος, ...
- šachta graikiškai - νάρκη, μεταλλείο, στέλεχος, άξονα, άξονας, ατράκτου, άτρακτο
- šachtininkas graikiškai - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
Atsitiktiniai žodžiai
Įžūlus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: συνετός, ζωντανός, ιταμός, ξετσίπωτος, ασύστολος, σοφός, νωπός, δροσερός, φρέσκος, φρόνιμος, τυχοδιώκτης, πιεστικοί, pushy, τυχοδιώκτες, πιεστική
Vertimai: συνετός, ζωντανός, ιταμός, ξετσίπωτος, ασύστολος, σοφός, νωπός, δροσερός, φρέσκος, φρόνιμος, τυχοδιώκτης, πιεστικοί, pushy, τυχοδιώκτες, πιεστική