Įgula graikiškai
Vertimas: įgula, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: įgula
ruklos įgula, tanko įgula, kauno įgula, komanda įgula, ambersail įgula, įgula kalbų žodynas graikų, įgula graikiškai
Vertimai
- įeiti graikiškai - μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
- įgaliotinis graikiškai - αντιπροσωπευτικός, αντιπρόσωπος, παραστατικός, επίτροπος, επίτροπο, επιτρόπου, ο Επίτροπος, ...
- įgyti graikiškai - νικώ, κερδίζω, απολαβή, αποκτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, ...
- įkaitas graikiškai - όμηρος, εγγύηση, ασφάλειας, ασφάλεια, ασφαλειών, εξασφαλίσεων
Atsitiktiniai žodžiai
Įgula graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Vertimai: πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων