Šūsnis graikiškai
Vertimas: šūsnis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ανάχωμα, σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, δεσμίδες, τεράστιο όγκο, reams, τόμους, δεσμίδων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: šūsnis
šūsnis kalbų žodynas graikų, šūsnis graikiškai
Vertimai
- šūdas graikiškai - σκατά, μαλακία, μαλακίες, τη μαλακία, τα σκατά
- šūkis graikiškai - σύνθημα, σλόγκαν, συνθήματος, το σύνθημα, σύνθημά
- ūdra graikiškai - βίδρα, με πόρτες, ενυδρίδα, ενυδρίδας, βίδρας
- ūkanotas graikiškai - ομιχλώδης, ομιχλώδη, misty, θολό τοπίο, ομίχλη
Atsitiktiniai žodžiai
Šūsnis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ανάχωμα, σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, δεσμίδες, τεράστιο όγκο, reams, τόμους, δεσμίδων
Vertimai: ανάχωμα, σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, δεσμίδες, τεράστιο όγκο, reams, τόμους, δεσμίδων