Aiškus graikiškai
Vertimas: aiškus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
διαυγής, ατόφιος, ελευθερώνω, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: aiškus
aiškus sinonimas, aiškus sinonimai, aiškus kalbų žodynas graikų, aiškus graikiškai
Vertimai
- aiškinimas graikiškai - εξήγηση, ερμηνεία, ερμηνείας, την ερμηνεία, διερμηνεία, διερμηνείας
- aiškinti graikiškai - αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν
- akademija graikiškai - ακαδημία, Ακαδημίας, Academy, σχολή, της Ακαδημίας
- akcentas graikiškai - τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
Atsitiktiniai žodžiai
Aiškus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: διαυγής, ατόφιος, ελευθερώνω, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Vertimai: διαυγής, ατόφιος, ελευθερώνω, φανερός, εναργής, έκδηλος, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές