Amžinas graikiškai
Vertimas: amžinas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αιώνιος, παντοτινός, ενδελεχής, διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: amžinas
amžinas įšalas, amžinas medis, amžinas judėjimas, amžinas nuovargis ką daryti, amžinas variklis, amžinas kalbų žodynas graikų, amžinas graikiškai
Vertimai
- amoniakas graikiškai - αμμωνία, αμμωνίας, της αμμωνίας, η αμμωνία, την αμμωνία
- amunicija graikiškai - πυρομαχικά, πυρομαχικών, των πυρομαχικών, τα πυρομαχικά, πολεμοφόδια
- amžinybė graikiškai - άπειρο, αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
- amžius graikiškai - ηλικία, εποχή, εκατονταετηρίδα, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Atsitiktiniai žodžiai
Amžinas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αιώνιος, παντοτινός, ενδελεχής, διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
Vertimai: αιώνιος, παντοτινός, ενδελεχής, διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο