Amžius graikiškai
Vertimas: amžius, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ηλικία, εποχή, εκατονταετηρίδα, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: amžius
amžius black metal, amžius sveikatai ne kliūtis, amžius pensijai, amžius uab, amžius nuo kurio atsiranda administracinė atsakomybė, amžius kalbų žodynas graikų, amžius graikiškai
Vertimai
- amžinas graikiškai - αιώνιος, παντοτινός, ενδελεχής, διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, ...
- amžinybė graikiškai - άπειρο, αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
- analizė graikiškai - ανάλυση, εξέταση, ελέγχω, διεργασία, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεως, ...
- anapus graikiškai - πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
Atsitiktiniai žodžiai
Amžius graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ηλικία, εποχή, εκατονταετηρίδα, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Vertimai: ηλικία, εποχή, εκατονταετηρίδα, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών