Archeologija graikiškai
Vertimas: archeologija, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: archeologija
archeologija studijos, archeologija darbas, archeologija vaikams, archeologija vikipedija, archeologija profesija, archeologija kalbų žodynas graikų, archeologija graikiškai
Vertimai
- ar graikiškai - είτε, ή, και, ή να, ή την
- arbata graikiškai - τσάι, τσαγιού, το τσάι, παροχές για τσάι, για τσάι
- architektas graikiškai - σχεδιαστής, αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
- architektūra graikiškai - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
Atsitiktiniai žodžiai
Archeologija graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Vertimai: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας