Areštas graikiškai
Vertimas: areštas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κλέβω, πιάνω, αρπάζω, λουρί, σύλληψη, συλλαμβάνω, φόβος, ταραχή, τσιμπώ, γιακάς, κολάρο, βουτώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: areštas
areštas angliškai, turto areštas, automobilio areštas, areštas turtui, laivo areštas, areštas kalbų žodynas graikų, areštas graikiškai
Vertimai
- architektūra graikiškai - αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικής, την αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονική του, της αρχιτεκτονικής
- arena graikiškai - αρένα, κονίστρα, Arena, σκηνή, στίβο
- areštuoti graikiškai - συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
- arfa graikiškai - άρπα, γροιλανδικής, άρπας, την άρπα, λευκότριχες
Atsitiktiniai žodžiai
Areštas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κλέβω, πιάνω, αρπάζω, λουρί, σύλληψη, συλλαμβάνω, φόβος, ταραχή, τσιμπώ, γιακάς, κολάρο, βουτώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Vertimai: κλέβω, πιάνω, αρπάζω, λουρί, σύλληψη, συλλαμβάνω, φόβος, ταραχή, τσιμπώ, γιακάς, κολάρο, βουτώ, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη