Asmuo graikiškai
Vertimas: asmuo, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κάποιος, ψυχή, άτομο, θανάσιμος, ατομικός, θνητός, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: asmuo
asmuo tautos istorijoje pozicijos pasirinkimas, asmuo be pilietybes, asmuo isdaves jezu, asmuo kuris salinasi vengia zmoniu, asmuo vienas auginantis vaiką, asmuo kalbų žodynas graikų, asmuo graikiškai
Vertimai
- asmenuoti graikiškai - κλίνω, σύζευξης, συζυγούς, συζυγές, σύζευγμα, προϊόν σύζευξης
- asmenybė graikiškai - χαρακτήρας, ποιότητα, προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
- asmuo graikiškai - κάποιος, ψυχή, άτομο, θανάσιμος, ατομικός, θνητός, πρόσωπο, ...
- asociacija graikiškai - σχέση, σύνδεσμος, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
- aspirinas graikiškai - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
Atsitiktiniai žodžiai
Asmuo graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κάποιος, ψυχή, άτομο, θανάσιμος, ατομικός, θνητός, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Vertimai: κάποιος, ψυχή, άτομο, θανάσιμος, ατομικός, θνητός, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που