Atleisti graikiškai

Vertimas: atleisti, Žodynas: lietuvių » graikų

Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εκπυρσοκρότηση, απολύω, συγχωρώ, εκροή, άφεση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Atleisti graikiškai
Susiję žodžiai
Kitos kalbos

Susiję žodžiai: atleisti

atleisti pensininką iš darbo, atleisti is darbo savo noru, atleisti neistikimybe, atleisti iš darbo angliškai, atleisti is darbo, atleisti kalbų žodynas graikų, atleisti graikiškai

Vertimai

  • atimtis graikiškai - πλην, αφαίρεση, αφαίρεσης, την αφαίρεση, αφαιρέσεως, της αφαίρεσης
  • atlaidus graikiškai - μακρόθυμος, μαλακός, επιεικής, συγχωρεί, να συγχωρεί, συγχωρώντας, συγχώρεση
  • atletas graikiškai - αθλητής, αθλητή, αθλήτρια, του αθλητή, αθλητών
  • atlieka graikiškai - περίσσευμα, πλεόνασμα, εκτελεί, πραγματοποιεί, επιτελεί, εκτελεί την
Atsitiktiniai žodžiai
Atleisti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εκπυρσοκρότηση, απολύω, συγχωρώ, εκροή, άφεση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση