Atokus graikiškai
Vertimas: atokus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, ψυχρός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένα, απομακρυσμένων, περιφερειακές, απόκεντρες
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: atokus
atokus angliskai, atokus namelis dviems, atokus kalbų žodynas graikų, atokus graikiškai
Vertimai
- atmintis graikiškai - μνήμη, παρακράτηση, ανάμνηση, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
- atmosfera graikiškai - αέρας, ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρας, περιβάλλον, κλίμα
- atolas graikiškai - κοραλλιογενές νησί, Atoll, ατόλλη, ατόλη, ατόλλης
- atomas graikiškai - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Atsitiktiniai žodžiai
Atokus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, ψυχρός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένα, απομακρυσμένων, περιφερειακές, απόκεντρες
Vertimai: απομακρυσμένος, απόμακρος, απόκεντρος, ψυχρός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένα, απομακρυσμένων, περιφερειακές, απόκεντρες