Atoveikis graikiškai
Vertimas: atoveikis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αντίδραση, αντίπραξη, αντενέργεια, εξουδετέρωση, την εξουδετέρωση
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: atoveikis
atoveikis reakcija, atoveikis kalbų žodynas graikų, atoveikis graikiškai
Vertimai
- atominis graikiškai - ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- atostogos graikiškai - διακοπές, διακοπών, για διακοπές, τις διακοπές, Ξενοδοχεία
- atpildas graikiškai - ανταμοιβή, αμοιβή, μισθός, ικανοποίηση, ικανοποίησης, ευχαρίστηση, ικανοποίησή, ...
- atradimas graikiškai - ανακάλυψη, εύρημα, ανεύρεση, βρίσκω, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Atoveikis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αντίδραση, αντίπραξη, αντενέργεια, εξουδετέρωση, την εξουδετέρωση
Vertimai: αντίδραση, αντίπραξη, αντενέργεια, εξουδετέρωση, την εξουδετέρωση