Atsarga graikiškai

Vertimas: atsarga, Žodynas: lietuvių » graikų

Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
βάζω, προειδοποιώ, μαγαζί, αποθηκεύω, φροντίδα, απόθεμα, προειδοποίηση, παρακρατώ, περίσκεψη, φροντίζω, επιφύλαξη, περιθώριο, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο του
Atsarga graikiškai
Susiję žodžiai
Kitos kalbos

Susiję žodžiai: atsarga

atsarga gedos nedaro angliskai, isejimas i atsarga, atsarga gedos nedaro, atsarga angliskai, kavitacinė atsarga, atsarga kalbų žodynas graikų, atsarga graikiškai

Vertimai

  • atsakomybė graikiškai - ευθύνη, ευθύνης, την ευθύνη, αρμοδιότητα, ευθύνες
  • atsakymas graikiškai - απαντώ, αντίλογος, ανταπαντώ, απάντηση, απαντήσει, απαντήσουν, απαντήσετε, ...
  • atsargiai graikiškai - προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
  • atsargus graikiškai - προσεκτικός, επιφυλακτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Atsitiktiniai žodžiai
Atsarga graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: βάζω, προειδοποιώ, μαγαζί, αποθηκεύω, φροντίδα, απόθεμα, προειδοποίηση, παρακρατώ, περίσκεψη, φροντίζω, επιφύλαξη, περιθώριο, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο του