Atstovas graikiškai
Vertimas: atstovas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αντιπρόσωπος, παραστατικός, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: atstovas
atstovas angliskai, atstovas spaudai, atstovas sinonimas, atstovas ryšiams su visuomene, atstovas pagal istatyma, atstovas kalbų žodynas graikų, atstovas graikiškai
Vertimai
- atspaudas graikiškai - γραμματόσημο, χαρτόσημα, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
- atstatyti graikiškai - σκοπεύω, αποβλέπω, βλέψη, σκοπός, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, ...
- atstovauti graikiškai - αντιστοιχώ, συμφωνώ, αντιπροσωπεύω, ανταποκρίνομαι, εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει, ...
- atstumas graikiškai - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
Atsitiktiniai žodžiai
Atstovas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αντιπρόσωπος, παραστατικός, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
Vertimai: αντιπρόσωπος, παραστατικός, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο