Atstovauti graikiškai
Vertimas: atstovauti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αντιστοιχώ, συμφωνώ, αντιπροσωπεύω, ανταποκρίνομαι, εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει, αποτελούν, εκπροσωπούν
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: atstovauti
atstovauti angliskai, atstovauti kam ką, atstovauti interesams, atstovauti kam, atstovauti vlkk, atstovauti kalbų žodynas graikų, atstovauti graikiškai
Vertimai
- atstatyti graikiškai - σκοπεύω, αποβλέπω, βλέψη, σκοπός, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, ...
- atstovas graikiškai - αντιπρόσωπος, παραστατικός, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
- atstumas graikiškai - απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- atvaizdas graikiškai - απεικόνιση, πορτρέτο, είδωλο, σύμβολο, εικόνα, εικόνας, image, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Atstovauti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αντιστοιχώ, συμφωνώ, αντιπροσωπεύω, ανταποκρίνομαι, εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει, αποτελούν, εκπροσωπούν
Vertimai: αντιστοιχώ, συμφωνώ, αντιπροσωπεύω, ανταποκρίνομαι, εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει, αποτελούν, εκπροσωπούν