Atvejis graikiškai
Vertimas: atvejis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
παράδειγμα, θήκη, περίπτωση, περιστατικό, βαλίτσα, υπόθεση, υπόδειγμα, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: atvejis
atvejis myspace, ypatingas atvejis, atvejis rasyba, klinikinis atvejis, atvejis kontrole, atvejis kalbų žodynas graikų, atvejis graikiškai
Vertimai
- atvaizdas graikiškai - απεικόνιση, πορτρέτο, είδωλο, σύμβολο, εικόνα, εικόνας, image, ...
- atvaizduoti graikiškai - απεικονίζω, εικόνα, εικόνας, φωτογραφία, την εικόνα, εικόνων
- atvežti graikiškai - φέρνω, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
- atvirkščias graikiškai - αντιστρέφω, αντίστροφο, αντίστροφος, αντίστροφη, αντίστροφης, αντιστρέψει
Atsitiktiniai žodžiai
Atvejis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: παράδειγμα, θήκη, περίπτωση, περιστατικό, βαλίτσα, υπόθεση, υπόδειγμα, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που
Vertimai: παράδειγμα, θήκη, περίπτωση, περιστατικό, βαλίτσα, υπόθεση, υπόδειγμα, προκειμένω, την περίπτωση, περίπτωση που