Auka graikiškai
Vertimas: auka, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λεία, δωρεά, θύμα, θυσία, συμβολή, θυσιάζω, συνεισφορά, νταμάρι, βορά, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: auka
auka uz krikstynas, auka kas tai, auka del tevynes, auka bažnyčiai per vestuves, auka vikipedija, auka kalbų žodynas graikų, auka graikiškai
Vertimai
- auglys graikiškai - όγκος, όγκου, του όγκου, όγκο, όγκων
- augti graikiškai - αυξάνω, αύξηση, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
- aukcionas graikiškai - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
- auklėjimas graikiškai - μόρφωση, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
Atsitiktiniai žodžiai
Auka graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λεία, δωρεά, θύμα, θυσία, συμβολή, θυσιάζω, συνεισφορά, νταμάρι, βορά, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων
Vertimai: λεία, δωρεά, θύμα, θυσία, συμβολή, θυσιάζω, συνεισφορά, νταμάρι, βορά, θύματος, θύματα, θυμάτων, των θυμάτων