Auklėti graikiškai
Vertimas: auklėti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
μορφώνω, εκπαιδεύω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: auklėti
auklėti o ne bausti, auklėti angliškai, auklėti kalbų žodynas graikų, auklėti graikiškai
Vertimai
- aukcionas graikiškai - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
- auklėjimas graikiškai - μόρφωση, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
- auklėtojas graikiškai - δάσκαλος, schoolmaster, παιδαγωγός, διευθυντής σχολείου, παιδαγωγό
- aukoti graikiškai - παραδίνω, δίνω, θυσία, θυσίας, θυσίες, τη θυσία, η θυσία
Atsitiktiniai žodžiai
Auklėti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: μορφώνω, εκπαιδεύω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε
Vertimai: μορφώνω, εκπαιδεύω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, φέρει μέχρι, να εμφανίσετε