Būti graikiškai
Vertimas: būti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ξεκουράζομαι, βρίσκομαι, μένω, μέτρο, μετρώ, ζωντανός, ψεύδομαι, παραμένω, διανύω, υπάρχω, κείμαι, ησυχασμός, είμαι, υπόλοιπος, είναι, να, να είναι, ήταν
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: būti
būti ar nebūti štai kur klausimas, būti kuo ar kam, būti atsakingu, būti ar nebūti, būti moterimi ir neišprotėti, būti kalbų žodynas graikų, būti graikiškai
Vertimai
- būrys graikiškai - ομάδα, παίκτες, την ομάδα, απόσπασμα, ρόστερ
- būstas graikiškai - κατοικία, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- būtinas graikiškai - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
- būtybė graikiškai - κτήνος, πλάσμα, πανίδα, ζώο, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Būti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ξεκουράζομαι, βρίσκομαι, μένω, μέτρο, μετρώ, ζωντανός, ψεύδομαι, παραμένω, διανύω, υπάρχω, κείμαι, ησυχασμός, είμαι, υπόλοιπος, είναι, να, να είναι, ήταν
Vertimai: ξεκουράζομαι, βρίσκομαι, μένω, μέτρο, μετρώ, ζωντανός, ψεύδομαι, παραμένω, διανύω, υπάρχω, κείμαι, ησυχασμός, είμαι, υπόλοιπος, είναι, να, να είναι, ήταν