Banknotas graikiškai
Vertimas: banknotas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λογαριασμός, σημείωση, ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: banknotas
banknotas angliskai, banknotas wiki, banknotas 100 lt, banknotas kalbų žodynas graikų, banknotas graikiškai
Vertimai
- banketas graikiškai - συμπόσιο, πανηγύρι, ευωχούμαι, πανδαισία, επίσημων, προετοιμασίας επίσημων δείπνων, δεξιώσεων, ...
- bankininkas graikiškai - τραπεζίτης, τραπεζίτη, τράπεζα, τραπεζικής, τράπεζας
- bankrotas graikiškai - κραχ, προσκρούω, αποτυχία, πάταγος, πέφτω, πτώχευση, σε πτώχευση, ...
- bankrutavimas graikiškai - πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
Atsitiktiniai žodžiai
Banknotas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λογαριασμός, σημείωση, ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
Vertimai: λογαριασμός, σημείωση, ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων