Bevaisis graikiškai
Vertimas: bevaisis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εγωκεντρικός, άγονος, ματαιόδοξος, άκαρπος, μάταιος, ξιπασμένος, άκαρπες, άκαρπη, άκαρπων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: bevaisis
bevaisis nestumas, bevaisis kalbų žodynas graikų, bevaisis graikiškai
Vertimai
- bet graikiškai - αλλά, όμως, αλλά η, αλλά και
- betonas graikiškai - συγκεκριμένος, μπετό, μπετόν, σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
- beveik graikiškai - περί, σχεδόν, κοντά, παραλίγο, για, περίπου, ουσιαστικά, ...
- bežadis graikiškai - άφωνος, μουγγός, χαζός, εμβρόντητος, άναυδος, άναρθρος, άναρθρες, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Bevaisis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εγωκεντρικός, άγονος, ματαιόδοξος, άκαρπος, μάταιος, ξιπασμένος, άκαρπες, άκαρπη, άκαρπων
Vertimai: εγωκεντρικός, άγονος, ματαιόδοξος, άκαρπος, μάταιος, ξιπασμένος, άκαρπες, άκαρπη, άκαρπων