Braižytojas graikiškai
Vertimas: braižytojas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: braižytojas
braižytojas ir kompiuterinės įrangos operatorius, reikalingas braižytojas, braižytojas kalbų žodynas graikų, braižytojas graikiškai
Vertimai
- botagas graikiškai - μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, μαστίγιο, κτυπά, το μαστίγιο, κτυπήστε, ...
- botanika graikiškai - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
- branduolys graikiškai - καρδιά, ψίχα, κέντρο, ουσία, πυρήνας, πυρήνα, πυρήνα του, ...
- brangakmenis graikiškai - πετράδι, λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, κόσμημα, στολίδι, κοσμήματος, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Braižytojas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια
Vertimai: συρτάρι, συντάκτης, Ο συντάκτης, συντάκτη γνωμοδότησης, συντάκτη γνωμοδότησης τον, συντάκτρια