Dalelytė graikiškai
Vertimas: dalelytė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: dalelytė
dalelytė lyg, dalelytė ppt, dalelytė juk, dalelytė vis tiek, dalelytė su, dalelytė kalbų žodynas graikų, dalelytė graikiškai
Vertimai
- dainuoti graikiškai - τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
- daktaras graikiškai - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- dalgis graikiškai - δρεπάνι, δρεπανιού, το δρεπάνι, δρεπανοειδούς, δρέπανο
- dalininkas graikiškai - συσχετίζω, συνέταιρος, μέτοχος, συμμεριζόμενος, σύστημα επιμερισμού, σύστημα επιμερισμού της, με σύστημα επιμερισμού, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Dalelytė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων
Vertimai: κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, των σωματιδίων, τεμαχιδίων