Dalininkas graikiškai
Vertimas: dalininkas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
συσχετίζω, συνέταιρος, μέτοχος, συμμεριζόμενος, σύστημα επιμερισμού, σύστημα επιμερισμού της, με σύστημα επιμερισμού, συμμέτοχος
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: dalininkas
dalininkas reikšmė, dailininkas angliskai, všį dalininkas, įmonės dalininkas, dalininkas kalbų žodynas graikų, dalininkas graikiškai
Vertimai
- dalelytė graikiškai - κύτταρο, σωμάτιο, άτομο, μόριο, σωματίδιο, σωματιδίων, σωματιδίου, ...
- dalgis graikiškai - δρεπάνι, δρεπανιού, το δρεπάνι, δρεπανοειδούς, δρέπανο
- dalis graikiškai - μοίρα, εξάρτημα, μερίδα, χωρίζω, πεπρωμένο, ειμαρμένη, συστατικός, ...
- dalyba graikiškai - διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, κατανομή, διανομή, τμήμα, διαίρεσης, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Dalininkas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: συσχετίζω, συνέταιρος, μέτοχος, συμμεριζόμενος, σύστημα επιμερισμού, σύστημα επιμερισμού της, με σύστημα επιμερισμού, συμμέτοχος
Vertimai: συσχετίζω, συνέταιρος, μέτοχος, συμμεριζόμενος, σύστημα επιμερισμού, σύστημα επιμερισμού της, με σύστημα επιμερισμού, συμμέτοχος