Dalis graikiškai
Vertimas: dalis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
μοίρα, εξάρτημα, μερίδα, χωρίζω, πεπρωμένο, ειμαρμένη, συστατικός, μερίδιο, ποσοστό, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: dalis
dalis emigrantų nustoja kalbėti gimtąja kalba, dalis gero, dalis erdves, dalis namo kaune, dalis sinonimas, dalis kalbų žodynas graikų, dalis graikiškai
Vertimai
- dalgis graikiškai - δρεπάνι, δρεπανιού, το δρεπάνι, δρεπανοειδούς, δρέπανο
- dalininkas graikiškai - συσχετίζω, συνέταιρος, μέτοχος, συμμεριζόμενος, σύστημα επιμερισμού, σύστημα επιμερισμού της, με σύστημα επιμερισμού, ...
- dalyba graikiškai - διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, κατανομή, διανομή, τμήμα, διαίρεσης, ...
- dalykas graikiškai - ύλη, δεσμός, υπόθεση, θέμα, πράγμα, νοιάζομαι, πράγμα που, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Dalis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: μοίρα, εξάρτημα, μερίδα, χωρίζω, πεπρωμένο, ειμαρμένη, συστατικός, μερίδιο, ποσοστό, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Vertimai: μοίρα, εξάρτημα, μερίδα, χωρίζω, πεπρωμένο, ειμαρμένη, συστατικός, μερίδιο, ποσοστό, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει