Darbštumas graikiškai
Vertimas: darbštumas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: darbštumas
darbštumas vertybė, darbštumas tautosakoje, darbštumas ar gabumai, darbštumas metuose, darbštumas sinonimas, darbštumas kalbų žodynas graikų, darbštumas graikiškai
Vertimai
- darbininkas graikiškai - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
- darbuotojas graikiškai - υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
- darbštus graikiškai - εργατικός, επιμελής, εργατικοί, εργατικό, εργατικούς, εργατικές
- darnumas graikiškai - αρμονία, ομόνοια, συμφωνία, συνοχή, συνέπεια, συνέπειας, τη συνοχή, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Darbštumas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
Vertimai: επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας