Derva graikiškai
Vertimas: derva, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρετσίνι, κλυδωνίζομαι, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: derva
derva stiklo audiniui, derva depiliacijai, dervla kirwan, derva stiklo pluostui, derva blogas, derva kalbų žodynas graikų, derva graikiškai
Vertimai
- derlingas graikiškai - γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο
- derlius graikiškai - θερίζω, σοδειά, κουρεύω, τρύγος, απόδοση, απόδοσης, αποδόσεων, ...
- derybos graikiškai - διάλογος, παζαρεύω, διαπραγμάτευση, συνομιλίες, συνομιλιών, οι συνομιλίες, συζητήσεις, ...
- derėti graikiškai - σκώμμα, καταμετρώ, ταιριάζω, σπίρτο, αναχαιτίζω, ανακόπτω, αντιστοιχώ, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Derva graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρετσίνι, κλυδωνίζομαι, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που
Vertimai: κατράμι, ναύτης, πίσσα, ρετσίνι, κλυδωνίζομαι, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ρητίνη που