Dildė graikiškai
Vertimas: dildė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πίφερο, λιμάρω, υποβάλλω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: dildė
dildė kitaip, dildė angliskai, dildė medžiui, dildė grandinei, dildė senukai, dildė kalbų žodynas graikų, dildė graikiškai
Vertimai
- diktatorius graikiškai - δικτάτορας, δικτάτορα, δικτάτορα της, του δικτάτορα
- diktuoti graikiškai - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- dilema graikiškai - δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που, δίλλημα
- dilgėlė graikiškai - τσουκνίδα, τσουκνίδας, κνιδωτικό, nettle, ταύρο από τα κέρατα
Atsitiktiniai žodžiai
Dildė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πίφερο, λιμάρω, υποβάλλω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Vertimai: πίφερο, λιμάρω, υποβάλλω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης